- αφιλοκαλία
- η дурной вкус, отсутствие вкуса, безвкусие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφιλοκαλία — η (AM ἀφιλοκαλία) [αφιλόκαλος] 1. η έλλειψη φιλοκαλίας, δηλαδή αγάπης για το ωραίο 2. το κακό γούστο … Dictionary of Greek
ἀφιλοκαλίας — ἀφιλοκαλίᾱς , ἀφιλοκαλία character of the fem acc pl ἀφιλοκαλίᾱς , ἀφιλοκαλία character of the fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφιλόκαλος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν του αρέσει το ωραίο: Από το ντύσιμό της φαινόταν πως ήταν γυναίκα αφιλόκαλη. Ουσ. αφιλοκαλία, η ακαλαισθησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)